Ξαφνικά συνειδητοποιούσα ότι ήταν ή Μητέρα μου καί κοντά της μπορούσα νά έπιζητήσω προστασία καί να βρω παρηγοριά. Τά ίδια τά λόγια τού Κυρίου πάνω στον Σταυρό στην μητέρα, «γύναι, ίδε ό υιός σου», καί στόν υιό, «ιδού ή μήτηρ σου», αντηχούσαν στην καρδιά μου καί τα αντιλαμβανόμουν μέ έναν εντελώς νέο τρόπο. Κατανοούσα ότι ό Κύριος μού είχε προσφέρει ως ανεκτίμητο δώρο την Παναγία Παρθένο ως Μητέρα μου. Μέ όλη τη δύναμη της ψυχής μου απευθυνόμουν στήν Ύπεραγία Θεοτόκο, επαναλαμβάνοντας τά λόγια τής Παράκλησης:
Έπίβλεψον έν εύμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, έπι την έμην χαλεπήν τού σώματος κάκωσιν και ίασαι της ψυχής μου τό άλγος».
Μέσα στήν άπόγνωσή της, ή ψυχή μου μάθαινε νά συμπονά τούς πονεμένους άνθρώπους. Γιά μιά στιγμή, πού όμως φαινόταν σάν ολόκληρη αιωνιότητα, ή άγωνία καί ό πόνος μέ μετέφεραν πέρα από τά όρια τού χρόνου καί του χώρου, στό μεταίχμιο ζωής καί θανάτου, έκεϊ όπου δεν μπορούσα νά διακρίνω τούς νεκρούς από τούς ζωντανούς.
Συγκεκριμένα πρόσωπα πού γνώριζα καί τά όποια είχαν άναχωρήσει μέ πολύ πόνο άπ’ αύτή τή ζωή, εμφανίζονταν μπροστά μου, μέσα στήν καρδιά μου, κι έγώ συμμετείχα στήν αγωνία καί τήν οδύνη τους. Τότε άρχισα νά συνειδητοποιώ βαθύτερα τήν εντολή τού Κυρίου: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ώς σεαυτόν».
Κατά τή διάρκεια τεσσάρων περίπου χρόνων δοκιμασίας καί θλίψεων, όσο δηλαδή διήρκεσε ή συγγραφή αυτού τού βιβλίου, ή προσευχή του Χριστού στή Γεθσημανή ήταν ή ύψιστη καί μοναδική πηγή παρηγοριάς γιά τήν πληγωμένη μου καρδιά. Χωρίς τή ζωοπάροχο ενέργεια τών λόγων τού Χριστού, ή ψυχή μου άναμφίβολα θά χανόταν. Ένας άνθρωπος μόνος του δέν μπορεί νά βαστάξει τόσο πολλή αγωνία καί πόνο γιά τόσο πολύ καιρό... Ή έμπειρία τού προσωπικού μου μαρτυρίου μέ έκανε νά ταυτίζομαι μέ τον Κύριο, πού μέ αγωνία προσευχόταν στή Γεθσημανή, καί
’Ώ, πόσο άφατο τό έλεος Σου, Θεέ μου! Πόσο πόνο ύπέμεινες στή Γεθσημανή, βαστάζοντας τόν πόνο καί τήν άγωνία όλων των ανθρώπων! Πόσο θαυμαστή καί ασύλληπτη είναι ή αγάπη Σου γιά τόν άνθρωπο! Έπαθες άδικα, Εσύ ό άναμάρτητος, καί δέχθηκες νά υποφέρεις γιά χάρη μας.
Ή ψυχή μου μέσα από τήν οδύνη ψηλάφησε τόν πόνο και τήν άγωνία Σου, άγγιξε τό θείο Πάθος. Πώς νά Σέ εύχαριστήσω γιά τήν άγάπη Σου γιά μένα; Σέ ξέρω καί Σ’ άγαπάω άκόμη πιό πολύ τώρα· διότι μέχρι αυτή τή στιγμή δεν είχα συλλάβει τό μεγαλείο τής θυσίας Σου. ’Ώ, θαύμα! Πόσο μεγαλειώδης είναι ή άγάπη Σου γιά τόν άνθρωπο! Πόσο θαυμαστό κι όμορφο είναι τό μαρτύριο γιά τόν Χριστό!
Μέσα στήν άγωνία μου, προσπαθούσα νά βρω λέξεις προσευχής, γιά νά έκφράσω τόν πόνο τής ψυχής μου, και πάντοτε κατέληγα στους λόγους τού Κυρίου στή Γεθσημανή. Δέν μπορούσα νά βρω πιό έμπνευσμένα λόγια γιά να έκφραστώ. Όταν ένοιωθα τό βάρος τής θλίψης νά μέ πιέζει, μέ όλη μου τήν ψυχή στρεφόμουν στόν Θεό άπευθύνοντάς Του την προσευχή στη Γεθσημανή: «Πατέρα μου,αν είναι δυνατό, νά μην πιω αυτό τό ποτήρι· όμως, ας μη γίνει τό δικό μου θέλημα, αλλά τό δικό Σου». Καί εκεί, μέσα στήν απροσμέτρητη άβυσσο τής αγωνίας τού Χρίστου, ένοιωθα τεράστια πνευματική παρηγοριά.
Ό Χριστός είχε μιλήσει μέσα μου. Βαθιά μέσα στήν κόλαση τής έγκατάλειψης κι ένώ ήμουν στά πρόθυρα νά χάσω κάθε ελπίδα, άφουγκράσθηκα τόν Κύριο δίπλα μου να μου λέει: «Τί φοβάσαι, παιδί μου; Ακόμη κι αν πας στά έσχατα τής κόλασης, θά έλθω κι έγώ μαζί σου. Ακόμη κι εκεί θά είμαι μαζί σου καί θά σέ σώσω, γιατί είσαι δικόςμου καί σέ άγαπώ περισσότερο άπ’ όσο μπορείς νά φανταστείς». Καί ήξερα ότι αύτό πού ύποσχέθηκε ό Χριστός στόν άγιο άπόστολο Πέτρο, ότι οί πύλες τού άδη δέν μπορούν νά μάς συντρίψουν, είναι άπόλυτα άληθινό.
«Ιησού, καταπονούμενων ύπέρμαχος.
Ο ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΕΛΑΧΒΑΡΤΖΙ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΛΑΜΙΚΟ ΙΡΑΝ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου