Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

ΣΚΛΑΒΟΣ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ 1250-1399 ΜΠΑΪΜΠΑΡΣ: Ο ΠΑΝΘΗΡΑΣ. ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ




 ΣΚΛΑΒΟΣ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ  1250-1399 ΜΠΑΪΜΠΑΡΣ: Ο ΠΑΝΘΗΡΑΣ




0 ΜΠΑΪΜΠΑΡΣ ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΞΑΝΘΟΣ, ΓΑΑΑΝΟΜΑΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ κεντρική Ασία που, παιδί ακόμα, είχε πουληθεί σ’ έναν Σύρο πρίγκιπα. 

Παρά την ψηλή και γεροδεμένη κορμοστασιά του, όμως, είχε ένα ενοχλητικό ψεγάδι: έναν λευκό καταρράκτη στην ίριδα του ενός ματιού του, που έκανε τον ιδιοκτήτη του να τον πουλήσει στον σουλτάνο στο Κάιρο. 0 Σάλιχ Αγιούμπ, μικρανεψιός του Σαλαδίνου, αγόραζε Τούρκους σκλάβους «μαζικά σαν αγριόγαλους» για να επανδρώσει τα συντάγματά  του από Μαμελούκους. Δεν είχε εμπιστοσύνη στην ίδια του την οικογένεια, αλλά πίστευε ότι «ένας σκλάβος είναι πιο πιστός από 300 γιους». Ο Μπαϊμπάρς, όπως και όλοι εκείνοι οι άλλοι μικροί ειδωλολάτρες σκλάβοι, ασπάστηκε το ισλάμ και εκπαιδεύτηκε ως Μαμελούκους, όπως ήταν γνωστοί οι σκλάβοι-στρατιώτες. Είχε εξαιρετικές επιδόσεις στην ατσάλινη βαλλίστρα, κερδίζοντας το παρωνύμιο Βαλλιστροφόρος, και κατατάχθηκε στο σύνταγμα Μπαχρίγια, τους επίλεκτους στρατιώτες που νίκησαν τους Σταυροφόρους κι έγιναν γνωστοί ως Τουρκικά Λιοντάρια και Ναΐτες του Ισλάμ.


0          Μπαϊμπάρς κέρδισε την εμπιστοσύνη του αφέντη του, που τον απελευθέρωσε και του έδωσε προαγωγή. Οι Μαμελούκοι ήταν πιστοί στους κυρίους τους και ακόμα πιο πιστοί ο ένας στον άλλο - τελικά όμως ο καθένας απ’ αυτούς τους ορφανούς-στρατιώτες δεν χρωστούσε τίποτα σε κανέναν εκτός από τον εαυτό του και τον Αλλάχ. Μετά τον ρόλο του στη δολοφονία του σουλτάνου, ο Μπαϊμπάρς ηττήθηκε στον αγώνα για την εξουσία και κατέφυγε στη Συρία, όπου πρόσφερε τη βαλλίστρα του σε όποιον πλήρωνε τα περισσότερα στους εμφύλιους πολέμους που μαίνονταν ανάμεσα στους ντόπιους ηγεμονίσκους.


 Κάποια στιγμή κατέλαβε και λεηλάτησε την Ιερουσαλήμ. Η εξουσία όμως βρισκόταν στην Αίγυπτο και ο Μπαϊμπάρς ανακλήθηκε τελικά εκεί από τον πιο πρόσφατο στρατηγό που είχε σφετεριστεί το στέμμα, τον Κουτούζ.
Όταν οι Μογγόλοι εισέβαλαν στη Συρία, ο Μπαϊμπάρς διοικούσε την | εμπροσθοφυλακή, που έσπευσε στα βόρεια για να τους σταματήσει. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1260, ο Μπαϊμπάρς κατατρόπωσε τον μογγολικό στρατό στην Πηγή του Γολιάθ (Άιν Τζαλούτ) κοντά στη Ναζαρέτ. Οι Μογγόλοι θα επέστρεφαν, και μάλιστα θα έφταναν ξανά στην Ιερουσαλήμ, για πρώτη φορά όμως είχαν αναχαιτιστεί. Ένα μεγάλο μέρος της Συρίας περιήλθε στην εξουσία του Καΐρου και ο Μπαϊμπάρς χαιρετίστηκε ως Πατέρας της Νίκης και Λιοντάρι της Αιγύπτου. Περίμενε μια αμοιβή -τη διοίκηση του Χαλεπίου-, ο σουλτάνος Κουτούζ όμως του την αρνήθηκε. Μια μέρα, ενώ ο σουλτάνος κυνηγούσε, ο Μπαϊμπάρς (κυριολεκτικά) τον μαχαίρωσε πισώπλατα. Η χούντα των Μαμελούκων εμίρηδων του παραχώρησε το στέμμα επειδή είχε σκοτώσει τον μονάρχη.


Μόλις ανέλαβε την εξουσία, ο Μπαϊμπάρς βάλθηκε να καταστρέψει ότι είχε απομείνει από το σταυροφορικό βασίλειο στις παλαιστινιακές ακτές. Το 1263, έφτασε στην Ιερουσαλήμ. Οι Μαμελούκοι σέβονταν την πόλη, και ο Μπαϊμπάρς ξεκίνησε την ανακαίνιση και τον εξωραϊσμό του Όρους του Ναού και της γύρω περιοχής, της σημερινής Μουσουλμανικής Συνοικίας,! θεωρώντας τις ενέργειες αυτές αποστολή των Μαμελούκων. Διέταξε την επισκευή του Θόλου και του αλ-Άκσα και, για να ανταγωνιστεί το χριστιανικό Πάσχα, προώθησε μια νέα εορτή, που πιθανόν να είχε ξεκινήσει υπό τον Σαλαδίνο, χτίζοντας έναν θόλο πάνω από τον τάφο του προφήτη Μωυσή κοντά στην Ιεριχώ. Τους επόμενους οκτώ αιώνες, οι Ιεροσολυμίτες εόρταζαν τον Ναμπί Μούσα με μια λιτανεία από τον θόλο του Βράχου έως το ιερό του Μπαϊμπάρς, όπου συγκεντρώνονταν για να προσευχηθούν, να φάνε και να γλεντήσουν.


Ακριβώς στα βορειοδυτικά των τειχών, ο σουλτάνος έχτισε ένα περίπτερό για το αγαπημένο του τάγμα, των Σούφι. Όπως πολλοί Μαμελοΰκοι, ήταν οπαδός του λαϊκιστικού μυστικισμού των Σούφι, που πίστευαν ότι το πάθος, οι ψαλμοί, οι ιερές λατρείες, οι χοροί και η αυτοταπείνωση  μπορούσαν να φέρουν τους μουσουλμάνους πιο κοντά στον Θεό απ’ ότι η αυστηρά παραδοσιακή προσευχή. Ο στενότερος σύμβουλος του Μπαϊμπάρς ήταν ένας σεΐχης Σούφι με τον οποίο απάγγελλε και χόρευε το ζικρ των Σούφι. Ο Μπαϊμπάρς είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον σεΐχη και δεν προέβαινε σε καμιά ενέργεια χωρίς την έγκριση του, ενώ του επέτρεπε να οργανώνει τη λεηλασία των εκκλησιών και των συναγωγών και το λιντσάρισμα Εβραίων και χριστιανών. 

Ήταν μια νέα εποχή: ο Μπαϊμπάρς και οι Μαμελούκοι διάδοχοί του, που θα κυβερνούσαν την Ιερουσαλήμ τα επόμενα 300 χρόνια, ήταν σκληροί, μισαλλόδοξοι στρατιωτικοί δικτάτορες. Η παλιά εποχή της ισλαμικής αβρότητας, που εκπροσωπούσε ο Σαλαδίνος, είχε περάσει. Οι Μαμελούκοι ήταν μια τουρκική κάστα αφεντάδων που υποχρέωνε τους Εβραίους να φορούν κίτρινα και τους χριστιανούς μπλε τουρμπάνια. Και για τους δύο, ιδιαίτερα όμως για τους Εβραίους, οι μέρες τους ως προστατευόμενων δίμι είχαν περάσει. Οι τουρκόφωνοι Μαμελούκοι περιφρονούσαν επίσης τους Άραβες, και μόνο οι Μαμελούκοι είχαν την άδεια να φορούν γούνες ή πανοπλίες ή να περιφέρονται έφιπποι μέσα σε πόλεις. Στη φανταχτερή αυλή τους, οι σουλτάνοι απένεμαν στους αυλικούς γλαφυρούς τίτλους, όπως ο Κομιστής του Βασιλικού Μπαστουνιού του Πόλο και ο Εμίρης-που-του-κάνουν-Σερενάτα-με-Μουσική - το παιχνίδι της πολιτικής εκεί ήταν συχνά τόσο θανατηφόρο, όσο και επικερδές.


Το σύμβολο του Μπαϊμπάρς ήταν ένας άγριος πάνθηρας, και το χρησιμοποιούσε για να σημαδεύει τις νίκες του - ογδόντα τέτοια σύμβολα βρέθηκαν σε επιγραφές ανάμεσα στην Αίγυπτο και την Τουρκία, και στην Ιερουσαλήμ, ενώ είναι ακόμα ορατά στην Πύλη των Λεόντων. Κανένα σύμβολο δεν ταίριαζε περισσότερο στον τρομακτικό αυτό άρπαγα με το λευκό μάτι που τώρα ξεκίνησε ένα όργιο κατακτήσεων.
Αφού επιθεώρησε την Ιερουσαλήμ, επιτέθηκε στην Άκρα, που άντεξε την επίθεση. Θα επέστρεφε όμως συχνά. Στο μεταξύ, έκανε επιδρομές σε όλες τις άλλες σταυροφορικές πόλεις, σκοτώνοντας μ’ έναν ανισόρροπο, σαδιστικό ενθουσιασμό. Δεχόταν Φράγκους πρέσβεις περιστοιχισμένος από  χριστιανικά κεφάλια, σταύρωνε, ανέτεμνε και έγδερνε τους εχθρούς του, κι έχτιζε κεφάλια μέσα στα τείχη των ηττημένων πόλεων. Απολάμβανε τον κίνδυνο, μπαίνοντας ινκόγκνιτο σε εχθρικές πόλεις για να κάνει αναγνωρίσεις, κάνοντας διαπραγματεύσεις με τους εχθρούς του μεταμφιεσμένος, κι ακόμα κι όταν ήταν στο Κάιρο επιθεωρούσε τα γραφεία του μέσα στη νύχτα. Ήταν τόσο νευρικός και παρανοϊκός, που υπέφερε από αϋπνία και στομαχόπονους.

Μόνο η Άκρα τον αψήφησε,  εκείνος όμως προήλασε προς τα βόρεια για να εκπορθήσει την Αντιόχεια, απ’ όπου έγραψε τα εξής ανατριχιαστικά στον πρίγκιπά της: «Να σου πω τι κάναμε μόλις τώρα. Οι νεκροί ήταν στοιβαγμένοι σε σωρό, θα έπρεπε να έβλεπες τους μουσουλμάνους εχθρούς σου να ποδοπατάνε το σημείο όπου κάνεις τη λειτουργία, να κόβουν τον λαιμό των μοναχών στην Αγία Τράπεζα, τη φωτιά να διασχίζει τα ανάκτορά σου. Αν ήσουν εκεί και τα έβλεπες, θα ευχόσουν να μην είχες ζήσει ποτέ!» Μπήκε στην Ανατολία και στέφθηκε σουλτάνος του Ρουμ. Οι Μογγόλοι όμως είχαν επιστρέψει και ο Μπαϊμπάρς γύρισε βιαστικά για να υπερασπιστεί τη Συρία.

Την 1η Ιουνίου 1277, έπεσε θύμα της ίδιας της μακάβριας εφευρετικότητάς του, όταν ετοίμασε ένα ποτό με δηλητηριασμένο κουμίζ -γάλα φοράδας που έχει υποστεί ζύμωση, που εκτιμούσαν ιδιαίτερα οι Τούρκοι και οι Μογγόλοι- για έναν καλεσμένο, έπειτα όμως ξεχάστηκε και το ήπιε ο ίδιος. Οι διάδοχοί του αποτελείωσαν το έργο του.

Στις 18 Μαΐου 1291 οι Μαμελούκοι επιτέθηκαν στη φραγκική πρωτεύουσα Άκρα κι έσφαξαν τους περισσότερους υπερασπιστές της, ενώ εξανδραπόδισαν τους υπόλοιπους κατοίκους (τα κορίτσια πουλιόνταν μόλις μία 1 δραχμή το ένα). Ο τίτλος του Βασιλιά της Ιερουσαλήμ ενώθηκε τώρα με αυτόν του Βασιλιά της Κύπρου. Ήταν όμως απλώς διακοσμητικός - όπως εξάλλου παραμένει έως και σήμερα. Εκεί πήρε τέλος το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ.  Ακόμα και η αληθινή Ιερουσαλήμ μόλις που κατάφερε να επιβιώσει - λιγότερο πόλη, περισσότερο ένα γερασμένο χωριό, χωρίς τείχη και εγκαταλελειμμένη, που εναντίον της επιδίδονταν σε επιδρομές κατά βούληση Μογγόλοι ιππείς.

 Το 1267, ένας προσκυνητής, ο γερο-Ισπανός ραβίνος γνωστός ως Ραμπάν θρήνησε τον χαμό της:


 Σε συγκρίνω, μητέρα μου, με τη γυναίκα που ο γιος της πέθανε στην αγκαλιά της και οδυνηρά υπάρχει γάλα στα στήθια της και βυζαίνει τα κουτάβια  σκύλων. Και παρ’ όλα αυτά, οι εραστές σου σε εγκατέλειψαν και οι εχθροί σου σε ερήμωσαν, αλλά από μακριά θυμούνται και δοξάζουν την Αγία Πόλη.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ Η ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΑΙΜΟΝ ΣΙΜΠΑΓΚ ΜΟΝΤΕΦΙΟΡΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: