Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΤΖΑΝΝΗΣ Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ.ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ.



Το μοναστήρι

Ο  Γέροντας, την εποχή εκείνη, είχε κτίσει ήδη σ' ένα κτήμα της παπαδιάς, στη θέση «Αγάκο Μετόχι» μια εκκλησία, για να μπορεί να λειτουργή, όποτε ήθελε. Δεν ήθελε να είναι ό παπάς της Κυριακής μονάχα. Όταν λοιπόν τού ζήτησαν οι πνευματικές του θυγατέρες να τούς φτιάξη μοναστήρι, άρχισε εκεί, δίπλα στην εκκλησία να χτίζη τά πρώτα κτίρια, τά πρώτα κελιά τού μοναστηριού.


Στις 23 Μαΐου τού 1976 έτέθη ό θεμέλιος λίθος της Μονής. Ό Γέροντας διέθετε, ότι είχε, για το κτίσιμο τού μοναστηριού δεν δέχτηκε όμως να χρησιμοποίηση την  περιουσία των μελλοντικών μοναζουσών. Δεν ήθελε να τις δέσμευση, ήθελε να νιώθουν ελεύθερες, ώστε, αν θελήσουν να πάνε αλλού, να μην τις δεσμεύει τίποτε. Έτσι εκτός από μία-δύο περιπτώσεις δωρητών, πού έδωσαν κάποια μεγαλύτερη δωρεά, όλα τά άλλα έγιναν από το «δίλεπτο της χήρας».


Εν τώ μεταξύ εκδηλώνεται ή ασθένεια της παπαδιάς. Καρκίνος! Αρχίζουν ταξίδια στην Αθήνα, εγχειρήσεις, θεραπείες, μια αφάνταστη ταλαιπωρία, πού κρατάει περίπου 4 χρόνια. Ό Γέροντας πάντα στο πλευρό της. Προσπαθεί να την στηρίξει, να την παρηγορήσει, να την ετοιμάσει. Όμως, βλέπει την αγωνία και ταλαιπωρία της και πονάει κι εκείνος, για όσα υποφέρει ή καλή του σύντροφος. Την ευγνωμονούσε, γιατί, όπως αργότερα έλεγε, εκτός από την καθαρότητα και σωφροσύνη, για τις όποιες διακρινόταν, είχε και το μεγάλο και σπάνιο για γυναίκες χάρισμα, να μην ζηλεύει!
Διότι βέβαια, αν ζήλευε και δημιουργούσε προβλήματα, δεν θα μπορούσε να κάνη τέτοιο έργο ό Γέροντας.
Στις 21 Μάιου του 1979 γίνεται ή κουρά της παπαδιάς σέ μοναχή μεγαλόσχημη. Είχε ζήσει τόσα χρόνια κοντά στο Γέροντα, ζωή πράγματι μοναχική τώρα αξιωνόταν να πάρει κι επισήμως το Αγγελικό Σχήμα. Στις 1 Ιουλίου του 1979 κοιμήθηκε.


Ό Γέροντας, ελεύθερος πια, φεύγει το Σεπτέμβριο για το Άγιο Όρος την 1η Μαρτίου, του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος, γίνεται ή κουρά του μεγαλόσχημο μοναχό από τον πατέρα Βασίλειο Γοντικάκη, τότε Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, και παίρνει το όνομα Τιμόθεος, να τιμήσει έτσι τον τότε Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κ.κ. Τιμόθεο.
Ό κύριος Βεργάκης Εμμανουήλ, ένα από τά πιό στενά πνευματικά παιδιά τού Γέροντα, τον συνόδευε τότε στο Άγιον Όρος και παρακολούθησε τί Ακολουθία της κουράς του. Μάς διηγήθηκε: «Ήταν, θυμάμαι, κρύο, χειμώνας, χιονιάς, πρώτη Μαρτίου. Θα μού μείνει αξέχαστη ή εικόνα τού Γέροντα όταν τον έφεραν στην εκκλησία. Ανυπόδητος, με τον άσπρο χιτώνα, τ' κρατούσαν από δεξιά κι αριστερά δύο μονάχοι ήταν κάτι το πολύ συγκινητικό. Όμως αυτό, πού σέ συγκλόνιζε ήταν ή έκφρασης τού προσώπου τ ή όλη στάσης του. Πώς να το πω; Έμοιαζε σαν αιχμάλωτος, σαν ένας άνθρωπος, πού παραδίδεται άνευ όρων. Ήταν εκείνη την ώρα ή εικόνα 

Η πλήρους υπακοής, της τελείας υποταγής.... Ένας άνθρωπος, πού εξουθενώσει παντελώς την όλη του ύπαρξη και ζητάει εν πλήρη ταπείνωση μόνον έλεος..


Ό Γέροντας του, ό πατήρ Βασίλειος, προτρέπει τον Γέροντα να συνεχίσει το έργο του στο Ηράκλειο ώς ιεροκήρυκας, εξομολόγος και Πνευματικός ιδιαίτερα ώς ιδρυτής και θεμελιωτής τού μοναστηριού, πού τώρα μόλις αρχίζει να ριζώνει.


Οι Άγιοι Πατέρες λένε, ότι ένα μοναστήρι, μια μοναστική κοινότητα, για να ρίζωση, ν' αυξηθεί και να δώση κατά Θεόν καρπούς, θα πρέπει να θεμελιώνεται ή πάνω σέ αίμα μαρτυρικό ή πάνω σέ ιδρώτες ασκητικούς.
Ό Γέροντας κι οι πρώτες αδελφές πέρασαν μεγάλες ταλαιπωρίες στην αρχή, διότι έπολεμείτο το έργο από διαφόρους, οι οποίοι συνεχώς παρεμπόδιζαν την επίσημη και νόμιμη αναγνώριση της Μονής. Τελικά, με την Χάρι του Θεού και τις προσευχές του Γέροντα αναγνωρίστηκε στις 11 Νοεμβρίου 1981.


Στις 24 Ιουνίου 1982 γίνονται οι κούρες τών τριών πρώτων μοναχών υπό τού Σεβασμιότατου Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ.κ. Τιμοθέου. Ή πατρική καρδιά του Γέροντα σκιρτάει από χαρά! Ή χαρά του όμως πολύ γρήγορα σκιάζεται από τον πόλεμο τών γονέων και τών εφημερίδων. Διότι, μόλις άρχισε να λειτουργή το μοναστήρι και να προσέρχονται σ' αυτό αρκετές νέες κοπέλες για να μονάσουν, άρχισε ένας φοβερός πόλεμος συκοφαντίας και λασπολογίας εναντίον του Γέροντα και του έργου του. Γεύθηκε το πικρό ποτήρι τών συκοφαντιών και χλευασμών.



 Σαν άνθρωπος, όταν είδε τόση θύελλα, τόσο πόλεμο να ξεσηκώνεται εναντίον του μοναστηριού, κάπως απογοητεύθηκε. Τον έπιασαν οι λογισμοί. Μήπως το έργο δεν ήταν αρεστό στο Θεό; Μήπως δεν έπρεπε να γίνει το μοναστήρι; Και τότε είδε ένα όραμα: Σ' ένα δρόμο μεγάλο περνούσαν οχήματα. Κάθε όχημα είχε μια σημαία. Οι σημαίες έγραφαν Ιερά Μονή Σαββαθιανών, Ιερά Μονή Αγίας Ειρήνης Κρουσσώνος κ.τ.λ. Τέλος, βλέπει ένα όχημα στολισμένο με δάφνες να περνά, όχι κυλώντας στις ρόδες, αλλά πετώντας, ή σημαία του κυμάτιζε ψηλά κι έγραφε «Ίερόν Ήσυχαστήριον Αγίων Θεοδώρων». Τότε κατάλαβε ό Γέροντας, ότι το μοναστήρι θα προχωρούσε. Όμως, πάντα αγωνιά, έχει τόση ευθύνη.
Συγκινητική υπήρξε και ή ηθική συμπαράστασης πού βρήκε ό Γέροντάς μας στις δοκιμασίες του από πρόσωπα πού είχε ευεργετήσει με το λόγο του. Ενδεικτικός δημοσιεύουμε μία επιστολή πού έλαβε, όταν κάποιες λασπολογίες μιας εφημερίδος, τον είχαν διασύρει.


Αίγινα 26-2-82 Σεβαστέ Γέροντα



Με τη δημοσίευση Αθηναϊκής εφημερίδας γύρω από το θέμα της Μονής τών Αγίων Θεοδώρων, θυμήθηκα με νοσταλγία τ' όμορφα εκείνα χρόνια, πού
βρεθήκαμε κοντά σας, μαζί μ' άλλες κυρίες πού υπηρέτησαν τότε οι άνδρες μας ώς ανώτεροι υπάλληλοι στο Ηράκλειο.
Παρ' όλο πού κατοικούσαμε σ' άλλη συνοικία και είχαμε άλλη ενορία, έφερε κοντά σας ό Θεός και ακούγαμε τά φλογερά σας κηρύγματα, η γέμιζαν την ψυχή μετάνοια και δάκρυα...
Κοντά στο Μιχαήλ Αρχάγγελο κάθε Τετάρτη ερχόμαστε κι' εμείς οι τρεις ξένες. Ή κ. Γιούρη, ή κυρία Ζουριδάκη κι' εγώ. Ήταν συγκεκριμένα το 1974 πού ανεξίτηλα χαράχθηκε στη μνήμη μας, στην καρδιά μας.


Γνωρίσαμε την Ορθοδοξία «εν Εκκλησία», τη δύναμη της μετανοίας ακούσαμε την πατερική σκέψη και μάθαμε την δύναμη της πίστεως των γονέων μας πού έκανε λείψανα να μοσχοβολούν. Μάθαμε να μή ζούμε στην αυτάρκεια, ότι είμαστε οι καλοί τάχα χριστιανοί, αλλά να φωνάζουμε  το «Ίλάσθητί μοι τώ άμαρτωλώ»


Είδαμε,., γνωρίσαμε τον Θεόν και καταλάβαμε, ότι το «μαρτύριο» με άγιαστική Χάρι τών μυστηρίων θα μάς άνοιξη τον Ουρανό.
Τότε ζήτησαν και ψυχές το Μοναστήρι. Προχωρήσατε... Ό Θεός ευλόγησε... Το θυμίαμά σας έφτασε σ' όσους ή όσφρησης δεν αντέχει...
Ό διωγμός, είναι το γνώρισμα της αληθινής και σωστής πορείας σας.
Εμείς κάποτε φύγαμε από την Κρήτη. Κρατήσαμε όμως, όσα όμορφα Θεός μάς χάρισε διά τού κηρύγματος σας και την εξομολόγηση. Γύρισα στα σπίτια μας στην ιδιαίτερη πατρίδα μας, με όμορφες αναμνήσεις, ότι τά βήματα και ιδιαίτερα με Αγάπη πολύ προς την Εκκλησία μας. Την άγια Ορθοδοξία μας. Αναζητήσαμε τότε να εργαστούμε και να οικοδομηθούμε  πνευματικά « Εν Εκκλησία».
- Εύχομαι πλούσια ευλογία να χαρίζει ό Θεός και οι υποψήφιες μοναχές ν' αναδείξουν φάρο φωτεινό τη Μονή τους και να έρχονται σ' αυτή, οι κουρασμένες ψυχές ν' αγιάζονται, να δυναμώνουν, να θεώνωνται.
Έχετε την συμπαράσταση όλων μας. Ό άνδρας μου σάς θυμάται με τις όμορφες αναμνήσεις, πού εκείνα τά χρόνια υπηρέτησε το Ηράκλειο * προϊστάμενος Εσόδων Ι.Κ.Α.
Με σεβαστώ πολύ Σμαράγδα Βασιλοπούλου


Σιγά-σιγά, ώς το τέλος του έτους, μαζεύτηκαν όλες οι αδελφές, ό πρώτος πυρήνας. Το νερό άρχισε πια να μπαίνει στο αυλάκι. Ό Γέροντας οργανώνει τη ζωή στο μοναστήρι, τις Ακολουθίες, τά διακονήματα, την πνευματική εργασία... για όλα έχει εκείνος την ευθύνη. Και δεν βασίζεται μόνο στην δική του πνευματική πείρα. Ταξιδεύει πολλές φορές μέχρι το Άγιο Όρος. Συμβουλεύεται τον Γέροντά του, μα κι άλλους μεγάλους Γεροντάδες, τον πατέρα Παίσιο, τον πατέρα Πορφύριο...


Έτσι οργανώνει το μοναστήρι παίρνοντας πρότυπα από τά μοναστήρια τού Αγίου Όρους. Πολύωρες Ακολουθίες, καθημερινή σχεδόν Θεία Λειτουργία, αυστηρή νηστεία, συχνές αγρυπνίες, πολύ συχνή έξαγόρευσι τών λογισμών και συχνότατη Θεία Κοινωνία.
Θεμέλιο λίθο της πνευματικής ζωής τού μοναστηριού έθεσε το όνομα τού Χριστού. Μέρα-νύχτα δίδασκε για την «εύχή»τού Ιησού! Προσπάθησε να χαράξει το όνομα τού
 Ιησού στη καρδιά της κάθε αδελφής. Ή προσευχή ήταν το αγαπημένο του θέμα.


Το μοναστήρι κι ή προσπάθειά του να καθοδηγήσει τις αδελφές στη σωστή μοναχική ζωή και πορεία έγιναν αιτία να μάθουμε πολλά απ' τη μυστική, την κρυμμένη εν Χριστώ ζωή τού Γέροντα. Αγωνιζόταν σαν μοναχός, από τότε ακόμα, πού ήταν λαϊκός. Αφού δέ ίερώθηκε, αύξησε ακόμα περισσότερο την άσκηση του. Ήταν ένας ασκητής στον κόσμο. Σκληρός, μέχρι κι άνθρωπος στον εαυτό του, νήστευε αυστηρότατα, όχι μόνο τις περιόδους τών καθιερωμένων υπό της Εκκλησίας νηστειών, αλλά πάντοτε. Μ' ένα λουκούμι ή λίγα αμύγδαλα και νερό περνούσε. Λάδι δεν έτρωγε όλη την εβδομάδα παρά μόνον Σάββατο και Κυριακή, κι αυτό όλο το χρόνο. Όσον αφορά τον ύπνο, κοιμόταν 1-3 ώρες το εικοσιτετράωρο, αν τις κοιμόταν κι αυτές. Ήταν βιαστής. Πολύ βιαστής. Ότι διάβαζε στους βίους τών Αγίων Πατέρων κι ασκητών, όλα ήθελε, κατά την δύναμη του, κι υπέρ δύναμιν, να τά εφαρμόζει! Ό θείος έρωτας τον έκανε να υπερνικά κι αυτήν την τόσο φιλάσθενη κράση του.



Η προσευχή, ή αδιάλειπτη προσευχή ήταν εκείνο, πού τον τραβούσε από παιδί ακόμα. Από λαϊκός ασκείτο στην «ευχή» τού Ιησού. Αργότερα, ώς ιερέας, αφιέρωνε όλη την νύχτα στον αγώνα αυτόν, της νοεράς προσευχής.
Διδάσκοντας στα πρώτα βήματά τους, τις νέες μοναχές, πώς ν' άρχισαν να ασκούνται στην «ευχή», έλεγε: «Να ασχολείσθε πολύ. Πρέπει να ασχολείσθε πολύ, 7-8 ώρες συνεχώς. Εγώ ήσχολούμην με την "ευχή", με τη μέθοδο της αναπνοής. Στο δρόμο, με το βάδισμα, φούσκωνα, ίδρωνα. Επί χρόνια. Κάποια νύχτα είδα έναν καλόγερο βρισκόταν ψηλά, στον αέρα καθισμένος σέ κάθισμα και μού είπε: "Να, έτσι να την λες την 'ευχή'". Το κάτι σαν πυγολαμπίδα, σαν αστεράκι έφευγε από το στόμα του και χτυπούσε στο μέτωπο. Από τότε άρχισε να λέγεται ή "ευχή" στην καρδία Ό Γέροντας στα εννιά χρόνια, πού έζησε από την ίδρυση τού μοναστηριού μέρα-νύχτα δεν έπαυε να διδάσκει, να νουθετεί, να προτρέπει, να καθοδήγει τις μοναχές στα μυστικά σκαλοπάτια της Αγγελικής Πολιτείας. Παρά όλα δεν έπαυσε στιγμή, παρ' όλη την τόσο κακή κατάσταση της υγείας τι να εξομολογεί, να παρηγορεί, να σταυρώνει, να διαβάζει, να θεραπεύει ψυχικά και σωματικά πλήθος κόσμου.


Παρόλο πού κι οι γιατροί, αλλά και διακεκριμένοι Πνευματικοί Πατέρες όπως ό πατήρ Έφραίμ ό Κατουνακιώτης, ό πατήρ Πορφύριος, ό πατήρ Παΐσιος τού συνιστούσαν να μην κουράζεται πολύ, εκείνος δεν «άντεχε να δίωξη κάποιον, πού ζητούσε την βοήθειά του• πράγμα πού, φυσικά, επιδείνωνε ακόμα περισσότερο την υγεία του, όχι μόνον γιατί κουραζόταν πολύ, αλλά και γιατί, όπως έλεγε, έπαιρνε επάνω του το βάρος τών αμαρτιών τών εξομολογούμενων. Ειδικά, όταν ήταν κάποιος με μεγάλες αμαρτίες υπέφερε πάρα πολύ ό Γέροντας, όπως κι όταν σταύρωνε κάποιον ασθενής και θεραπευόταν. Πολλές φορές άρχιζε ή ταλαιπωρία του λίγο πριν έρθει στο μοναστήρι ό άνθρωπος, πού είχε το πρόβλημα. Κι όμως δεν έδιωχνε κανέναν. Συνέπασχε κι συμπονούσε τούς ανθρώπους και ξεχνούσε το δικό του πόνο. Θυσίασε τον εαυτό του πάνω στο βωμό της αγάπης τι πλησίον.    


Ό Γέροντας άνοιξε «εν παράφρονι Αγάπη» προς τά πνευματικά του παιδιά, τη γεμάτη θείους θησαυρούς καρδιά του και μπόρεσαν, «ώς δι' έσόπτρα• τά να «δουν», να «γευθούν», «ν' αγγίξουν» την Βασιλεία τών Ουρανών! Δι όντως μέσα σέ 'κείνη την τετρωμένην έκ φλογέράς θείας αγάπης καρδία ήταν ή Βασιλεία τών Ουρανών. «Ή Βασιλεία τών Ουρανών έντός ειμί
εστί».  Όσοι έζησαν τον Γέροντα, όσοι αξιώθηκαν της πατρικής του κηδεμονίας αυτό το είδαν «ίδίοις όφθαλμοίς».



Τά αλλεπάλληλα κύματα τών φοβερών ασθενειών χτυπούσαν αλύπητα τον Γέροντα. Έφτασε να μην μπορεί να φάει τίποτε παρά ελάχιστο ρύζι. Κι όμως και τότε ακόμα έγκρατευόταν. Ήταν φορά, πού ένιωθε κάπως καλύτερα και μπορούσε να φάει κάτι. Έτρωγε λίγο, τ' άφηνε. Τις επόμενες μέρες ή άρρωστε  χειροτέρευε, έκανε συνεχώς εμετούς, είχε φοβερούς πόνους. Κι έλεγε: «Καλά να πάθω! Προχθές ήμουν καλύτερα, μπορούσα κάτι να φάω, κι εγώ ό.. παντέρμος  ήθελα να κάνω άσκηση...». Το ίδιο συνέβαινε και με τον ύπνο οι ασθένειες, οι πόνοι, δεν τον άφηναν να ησυχάσει, ούτε ξαπλωμένος, ούτε καθιστός δεν αναπαυόταν. Κι όταν όμως ή ασθένεια έκανε μια μικρή «ανακωχή», εκείνος δεν την εκμεταλλευόταν για να αναπαυθεί επιτέλους λίγο. Όπως ομολόγησε κάποτε σέ αδελφή: «Δεν μ' αφήνει ή «ευχή» να ησυχάσω. Κι αν δεν ήταν να με πιάνει ή δυσκολία αυτή της ασθενείας, να με αναγκάζει να σταματάω, έτσι πού δεν αντέχει ή καρδιά μου, θα 'χα πεθάνει. Γι' αυτό το επιτρέπει ό Θεός, γιατί χρειάζομαι ακόμα έδώ πέρα». Αυτήν την «βία» της φύσεως, την Αγάπη προς την άσκηση, προσπαθούσε να μεταδώσει και στις αδελφές. Οι διδαχές του είναι γεμάτες προτροπές, προς αυτοθυσία κι άσκηση.


Ό ασκητικός ζήλος τού Γέροντα ήταν πράγματι αξιοθαύμαστος! Και το πιο θαυμαστό ήταν, ότι όσο περνούσαν τά χρόνια, όσο αυξάνονταν οι ταλαιπωρίες τών ασθενειών του, τόσο αυξανόταν ό ζήλος κι ό ενθουσιασμός του. Τίποτε δεν τον κατέβαλλε, τίποτε δεν τον αναχαίτιζε. Όταν άκουγε κανείς τις παραινέσεις του, έτσι γεμάτες ορμητικότητα κι ενθουσιασμό, δεν μπορούσε να φαντασθεί, πώς ξεπηδούσαν από μια ψυχή, πού κατοικούσε σ' ένα σώμα ήμίθνητο, ταλαιπωρημένο, τσακισμένο, καταβεβλημένο παντελώς.


Καθένας, όσο δυνατός και να ήταν, θα 'χε απογοητευτεί, θα 'χαν πέσει τά φτερά του. Ό Γέροντας όμως είχε τόσο πλούσια την Χάρι τού Θεού στην ψυχή του, πού όχι μόνο δεν έκαμπτε ή ασθένεια τού σώματος την ψυχή αλά ή Θεία Χάρις ενδυνάμωνε εκείνο το τσακισμένο πια σκεύος του σώματός του.


Ή δοκιμασία της ασθενείας του ήταν πολύ σκληρή. Ό Κύριος όμως, που την παραχώρησε, γνώριζε τη δύναμη της αγαπώσης ψυχής του. Τού έκανε την τιμή και τού χάρισε τον δρόμο τού Σταυρού, τού Γολγοθά, τον δικό του δρόμο!


Δεν υπάρχουν σχόλια: