Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2009

ΤΑ ΑΠΛΑ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ


ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ

Αν και δεν τα πολυκαταφέρνω να γράφω -ποτέ δεν ήμουν καλός στο γράψιμο-, θα προσπαθήσω να το κάνω. θα προσπαθήσω να γράψω, γιατί, όπως ανέφερα και στο βιβλίο-αφιέρωμα για τον Γέροντα, σχε­δόν ότι έχει συμβεί μέχρι τώρα στη ζωή μου το χρωστάω πρώτα στον Άγιο Θεό και υστέρα σ' αυτόν τον άνθρωπο, τον Γέροντα Αμβρόσιο, αλλά και στη Γερόντισσα Παρθενία, την ηγουμένη της Ιεράς Μονής Δαδίου.
Υπήρξα ορφανό παιδί από μάνα, ορφανό και από οικογένεια. Φτωχό, ξυπόλητο, γυμνό, νηστικό, ταλαιπωρημένο, κατατρεγμένο, από πέντε χρονών εργάτης σε δουλειές των συγχωριανών. Πρώτη δουλειά, βοηθός στου κυρ-Κώστα το κουρείο. Με ανέβαζε σ' ένα σκαμνί για να ξεσκονίζω τους πελάτες πού μου 'διναν μιά-δυό δεκάρες ο καθένας, για να τις κάνω πολλές, ένα πενηνταράκι με μια δραχμή, και να πάω δίπλα, στου Ποντικά του συχωρεμένου την ταβέρνα, να μου δώσει μια φέτα ψωμί και μια φέτα σαλάμι, για να χορτάσω την πείνα μου.
Δούλεψα και στο καφενείο του Δεληγιάννη. και σε κάτι σοφατζήδες από τη Λειβαδιά. Πουλούσα και εφημερίδες. Ό κυρ-Παναγιώτης, πολύ καλός άνθρωπος, με φόρτωνε με ένα δέμα και γυρνούσα όλο το χωριό, για να πού­λησω. Στο τέλος, το κέρδος ήταν μιάμιση δεκάρα το κομμάτι. Τότε γνώρισα και τους συγχωριανούς με τ' όνομά τους και τι εφημερίδα διάβαζε ο καθέ­νας. Δούλεψα και στο κρεοπωλείο του μπάρμπα Θανάση. Πέρασα καλά μα­ζί του. Μου έδινε μεσημεριανό και κάθε Σάββατο κάμποσα ψάρια κοκκάλια.
και στου Μέρμηγκα δούλεψα, στην ταβέρνα «Ή Κληματαριά», απέναντι απ' του Θωμά. Μ' έβαζε να ψήνω με τις ώρες τα αρνιά στη σούβλα και να σερβίρω τους πελάτες. και εδώ πέρασα καλά, γιατί είχα εξασφαλίσει τον επι­ούσιο, αλλά ήταν πολύ κουραστικά, δεν άντεχα το ξενύχτι. και στην κυρά Μπάνιου που είχε αποθήκη με μπύρες και κρασιά και αναψυκτικά, και σ' αυτή δούλεψα. Με έζευε, σαν τα ζωντανά, με ένα κάρο φορτωμένο με κιβώτια και βαρέλια, και τα μοίραζα στις ταβέρνες του χωριού. Μια φορά με πήγε και στο δάσκαλο, γιατί νόμισε ότι της έκλεψα τα χρήματα, ενώ ή ίδια είχε κάνει λά­θος. Βέβαια ποτέ δεν ζήτησε συγνώμη, Θεός συγχωρέστηνα.
Τελευταία, από τα έντεκα χρόνια μέχρι τα δεκατέσσερα, τα πράγματα δυ­σκόλεψαν περισσότερο. Αναγκάστηκα να φορτώνω και να ξεφορτώνω φορτηγά αυτοκίνητα με τον Τάκη τον Καραβά (φίλος πολύτιμος). Τα υλικά ήτανε κυρίως κιβώτια με μπύρες, αναψυκτικά, κρασιά και τσουβάλια με τσι­μέντο, θυμάμαι χαρακτηριστικά, τα τσουβάλια ζύγιζαν πενήντα κιλά και εγώ πήγαινα τριάντα.
Σε ένα από τα ξεφορτώματα είχα τόσο πολύ κουραστεί, πού με λυπήθη­κε ή γυναίκα του αφεντικού (Ώρα της καλή!), ή κυρά Δούλα. Την άλλη μέ­ρα με κάλεσε και με ρώτησε αν θέλω να φύγω από το χωριό και από τη δυ­στυχία και να πάω να μάθω γράμματα. Πέταξα από τη χαρά μου και της είπα: «Ποιος τυφλός δεν θέλει το φως του;» "Από δουλειές ήξερα. Τα γράμματα όμως τα είχα φορτώσει στον κόκορα.
Μ' έστειλε σε φροντιστήριο με τη συνδρομή και άλλων κυριών του χωριού. Παρακάλεσε και τους καθηγητές να με βοηθήσουν να πάρω το απο­λυτήριο της τρίτης τάξης του Γυμνασίου. Έτσι ήταν τότε. Ή ίδια είχε συ­νεννοηθεί και με τον αείμνηστο Μητροπολίτη Φθιώτιδος, τον Δαμασκηνό, τον φιλάνθρωπο, να με βοηθήσει. Πόσοι ευεργέτες!...
Ό Μητροπολίτης έδωσε μια σπουδαία λύση. Είπε στην κ. Λουλά να με στείλει στην Παρθενία, την Ηγουμένη του Μοναστηριού. Φρόντιζε και αλλά ορφανά, θα φρόντιζε και μένα. Έτσι, στις 5 Αυγούστου 1966, παραμονή της γιορτής του Μοναστηριού, νηστικός, σχεδόν γυμνός και ξυπόλητος, πηγαί­νω στο Μοναστήρι με τα πόδια, μια απόσταση 5 χιλιομέτρων. Ή Ηγουμέ­νη με καλοδέχτηκε και χωρίς πολλές κουβέντες και χωρίς να το καλοκαταλάβω, βρέθηκα σαν τον άσωτο υιό με καινούργια ρούχα και παπούτσια στην τραπεζαρία της Μονής για φαγητό.
Από εκείνη τη μέρα ή Γερόντισσα έγινε ή ΜΗΤΕΡΑ και εγώ το παιδί της. Τότε γνώρισα και τον μεγάλο μου ευεργέτη, τον ΓΕΡΟΝΤΑ! Τον άνθρωπο, πού έγινε το πρότυπο του πατέρα, του ιερέα, του πνευματικού. Τότε γνώρι­σα για πρώτη φορά τον άνθρωπο τον άκακο, τον ταπεινό, τον απλό, τον ελε­ήμονα, τον φιλάνθρωπο.
Αλήθεια, δεν θυμάμαι καμία φορά να υψώσει τη φωνή του! Καμιά φορά να διεκδικήσει κάτι για τον εαυτό του. Λίγα, ελάχιστα ρούχα διέθετε, αυτά πού του έδιναν οι μοναχές. Ποτέ, μα ποτέ, δεν στολίστηκε εξεζητημένα, φα­νταχτερά. Τον ανάγκαζαν πολλές φορές να φορέσει κάτι καινούργιο. Έκα­νε απόλυτη υπακοή στην Ηγουμένη. Έλεγε: «Ή Ηγουμένη είναι ή μάνα της Μονής. Ή Ηγουμένη έχει την ευθύνη. Αυτή είναι ο αρχηγός. Αυτή θα δώσει λόγο στον Θεό για το Μοναστήρι».
Ήταν αεικίνητος. Εργαζόταν συνεχώς. Όσο άντεχε, φρόντιζε τους κή­πους, τα παρτέρια, φύτευε δένδρα, έχτιζε πεζούλια, δεν ησύχαζε καθόλου. Όταν κατέβαινε στην Αθήνα, πήγαινε στο Μοναστηράκι και αγόραζε πα­λιά εργαλεία, με τα οποία έκανε επισκευές στο Μοναστήρι. Θα έλεγα πώς εκείνος ήταν ο ανακαινιστής της Μονής.
Όταν σταματούσε τις δουλειές, αποσυρόταν στο κελί του, ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία, εικόνες και κομποσκοίνια, και εκεί όλο διάβαζε. Διάβαζε την Αγία Γραφή από τη μετάφραση του Βάμβα. Διάβαζε τον Ευεργετινό και αλλά. Έλεγε και σε μένα να διαβάζω, γιατί το διάβασμα φωτίζει το νου. Έκανε και κομποσκοίνι με τις ώρες, πού νόμιζες ότι είναι φευγάτος σε άλλον κόσμο.
Όταν τέλειωσα την Εκκλησιαστική Σχολή Λαμίας, με φιλοξένησε εκείνο το καλοκαίρι στην Αθήνα, στο Παγκράτι, για να κάνω φροντιστήριο και να προετοιμαστώ για τις Πανελλήνιες. Εκεί, στην Αθήνα, γνώρισα τον Γέροντα πραγματικά. Εκεί είδα το μεγαλείο της ψυχής και συνάμα την απλό­τητα. Τη δόξα και την ταπεινότητα. Έτρωγε σχεδόν καθημερινά κολοκύθια νερόβραστα και, όταν ήθελε κάτι να μου πει, με τάιζε και μένα κολοκύθια και μου έλεγε: «Όταν τρώμε, δεν σκύβουμε πάνω στο πιάτο. Κρατάμε ίσιο το κορμί και κοιτάζουμε τους συνδαιτυμόνες».
Τον καιρό των Πανελληνίων ήρθε μαζί μου στη Θεσσαλονίκη για συμπαράσταση. Ύστερα πήγαμε για 15 μέρες στο Αγιον Όρος. Γυρίσαμε με τα πόδια ‘όλα τα Μοναστήρια κάτω από άθλιες συνθήκες εκείνο τον καιρό. Σε ένα Μοναστήρι, για στρωσίδια στρώσαμε εφημερίδες και ακουμπήσαμε να κοιμηθούμε. Πιο πολύ μείναμε στο αγαπημένο του Κουτλουμούσι, εκεί πού μόνασε για είκοσι ολόκληρα χρόνια. Μου γνώρισε και τον από παλιά φίλο του Γέροντα Πορφύριο, ο όποιος μου είπε ότι θα γίνω Ιερέας.
Είναι τόσα πολλά πού έζησα κοντά του, για τα όποια χρειάζεται χρόνος και χώρος πολύς για να τα γράψω. Θα αναφέρω ένα τελευταίο γεγονός, πού συνέβη λίγο πριν την αναχώρηση του.
Κάποια στιγμή, του συνέβη ένα επεισόδιο αναχώρησης. Τότε με κάλεσε ή Ηγουμένη, ή Γερόντισσα Γαλήνη, να τη βοηθήσω να τον ντύσουμε. Κάτι όμως μου έλεγε ότι δεν πέθανε και θα πρέπει να τον κοινωνήσω. Πήρα τη Θεία Κοινωνία, ανέβηκα στο κελί του και μόλις μπήκα στο δωμάτιο του, άνοι­ξε τα μάτια, κατάλαβε τι επρόκειτο να γίνει, έκανε το σταυρό του, κοινώνη­σε όπως πάντα με λαχτάρα και αναστήθηκε. Στη συνέχεια με όλες τις αδελ­φές και άλλους χριστιανούς, πού είχαν έρθει για να δούνε το τέλος, τελέ­σαμε το μυστήριο του Ευχελαίου, με αποτέλεσμα ο Γέροντας να επανέλθει στη φυσιολογική του κατάσταση και να ζήσει πάνω από ένα χρόνο ακόμη.
Στο διάστημα αυτό τον επισκέφθηκα πολλές φορές. Την τελευταία φορά όμως, λίγο πριν αναχωρήσει, με ανάγκασε να καθίσω στην καρέκλα του, το κάθισμα πού χρησιμοποιούσε ο ίδιος να κάθεται τον καλό καιρό, και μου είπε επιτακτικά: «Κάτσε εκεί, αυτό είναι δικό σου».
Βέβαια, τι εννοούσε «είναι δικό σου» δεν το κατάλαβα ακόμη. Ή δική μου ερμηνεία είναι απάντηση στον πόθο και στην αγάπη πού είχα και έχω για το μοναστηράκι μας. Στην επιθυμία να αξιωθώ κάποια στιγμή να γυρίσω πίσω και να προσφέρω το αντίδωρο της αγάπης και της ζωής. Να διακονή­σω εκεί, ελεύθερος από άλλες φροντίδες, όπως είχα ονειρευτεί όταν πότιζα με ιόν Γέροντα τα περιβόλια, τους κήπους, τα λουλούδια. Όταν άρμεγα τις κατσίκες, όταν τάιζα τις κότες. Όταν ανέβαινα στα πανύψηλα έλατα και φώ­ναζε ή Ηγουμένη. Να γυρίσω σπίτι μου, στο Μοναστήρι της Παναγιάς. Να ξαναζήσω εκείνες τις ομορφιές. Να ξαναγίνει ή Μονή Δαδιού ένας ευλογη­μένος τόπος, οπού θα ξαποσταίνουν οι στρατοκόποι της ζωής και τα ορφα­νά του κόσμου.
τι άλλο να γράψω για το Γέροντα! Για την οσιότητά του και για τα κα­τορθώματα του ας γράψουν και ας μιλήσουν οι άλλοι. Ό ίδιος ας μείνω μό­νο στα απλά, στα ανθρώπινα, στον άνθρωπο πατέρα Αμβρόσιο και να τον ευχαριστήσω από τα βάθη της καρδιάς μου για όλα όσα μου πρόσφερε.
Τον ευγνωμονώ και τον παρακαλώ εκεί πού βρίσκεται τώρα να εύχεται και για τους αδελφούς πού είμαστε ακόμη στο δρόμο...
Την ευχή σου, πολυσέβαστε Γέροντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: